τετρασθενής

τετρασθενής
-ές, Ν
(για χημικά στοιχεία) αυτός που ενώνεται με τέσσερα άτομα υδρογόνου ή άλλου μονοσθενούς στοιχείου για σχηματισμό κορεσμένης ένωσης, αυτός που έχει σθένος τέσσερα, αλλ. τετρατομικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -σθενής (< σθένος). Η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tetravalent, και μαρτυρείται από το 1887 στον Όθ. Α. Ρουσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τετρασθενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που ενώνεται με τέσσερα άτομα υδρογόνου ή άλλου μονοσθενούς στοιχείου για σχηματισμό κορεσμένης ένωσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • ερυθρίτης — I (Ορυκτ.). Ορυκτό ένυδρο αρσενικό κοβάλτιο, με χημικό τύπο CΟ3(AsO4)2·8H2O. Έχει χρώμα κόκκινο ή τεφρό μαργαριτοειδές, λάμψη μαργαριταριού έως διαμαντιού και παρουσιάζεται σε κρυσταλλικές βελόνες ή ίνες. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα,… …   Dictionary of Greek

  • πενταερυθρίτης — ο χημ. 1. άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένη τετρασθενής αλκοόλη που παρασκευάζεται με επίδραση περίσσειας φορμαλδεΰδης σε ακεταλδεΰδη παρουσία ασβέστου, αλλ. πενταρυθριτόλη 2. φρ. «τετρανιτρικός πενταερυθρίτης» αζωτούχος οργανική ένωση,… …   Dictionary of Greek

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετρατομικός — ή, ό, Ν χημ. αυτός τού οποίου το μόριο αποτελείται από τέσσερα άτομα, αλλ. τετρασθενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetratomic < τετρ(α) * + ατομικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Κ. Δαμβέργη] …   Dictionary of Greek

  • αλκοόλες — Οργανικές ενώσεις των οποίων οι χημικοί τύποι προέρχονται από τους υδρογονάνθρακες και περιέχουν μια ομάδα, η οποία αποτελείται από ένα άτομο οξυγόνου και ένα υδρογόνου. Παριστάνεται με τον τύπο ΟΗ και ονομάζεται υδροξύλιο. Ανάλογα με το πλήθος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”